τρισχίλιοι

τρισχίλιοι
-ες, -α / τρισχίλιοι, -αι, -α, ΝΜΑ, και τ. εν. τρισχίλιος, -ία, -ον, Α
τρεις φορές χίλιοι, τρεις χιλιάδες («τρισχίλιαι ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο», Ομ. Ιλ.)
μσν.-αρχ.
(στον εν. με περιλπτ. σημ.) τρισχίλιος, -ία, -ον- τρεις χιλιάδες (α. τρισχιλίαν κάμηλον» τρεις χιλιάδες καμήλες, Τζέτζ.
β. «τρισχιλία ασπίς» — τρεις χιλιάδες ασπιδοφόροι, Λόγγ.)
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τρισχίλιοι
οι τρεις χιλιάδες Αθηναίοι που είχαν επιλέξει οι τριάκοντα τύραννοι (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ-/τρι-* + χίλιοι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρισχίλιοι — τρισχ̱ίλιοι , τρισχίλιοι Abh.Berl. Akad. masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισχίλιοι, -ιες, -ια — τρεις φορές χίλιοι, τρεις χιλιάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρισχιλίων — τρισχ̱ιλίων , τρισχίλιοι Abh.Berl. Akad. fem gen pl τρισχ̱ιλίων , τρισχίλιοι Abh.Berl. Akad. masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισχίλι' — τρισχ̱ίλια , τρισχίλιοι Abh.Berl. Akad. neut nom/voc/acc pl τρισχ̱ίλιαι , τρισχίλιοι Abh.Berl. Akad. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Codex Sinaiticus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 01 Book of Esther …   Wikipedia

  • στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… …   Dictionary of Greek

  • τρισχιλιετής — ές / τρισχιλιέτης, ις, ίετες, ΝΑ αυτός που καλύπτει χρονικό διάστημα τριών χιλιάδων ετών («η τρισχιλιετής ιστορία τού νησιού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισχίλιοι + ετής / έτης (< ἔτος), πεντα ετής / έτης] …   Dictionary of Greek

  • τρισχιλιοστός — ή, ό / τρισχιλιοστός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που κατέχει στη σειρά τη θέση τρεις χιλιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισχίλιοι + κατάλ. οστός (πρβλ. πεντακοσι οστός)] …   Dictionary of Greek

  • τρισχιλιοτρισμύριοι — αι, α, Μ τριάντα τρεις χιλιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισχίλιοι + τρισμύριοι] …   Dictionary of Greek

  • τρισχιλιοφόρος — ον, Α (για πλοίο) αυτός που έχει χωρητικότητα τριών χιλιάδων μονάδων όγκου ή βάρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισχίλιοι + φόρος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”